υφαντοποικιλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υφαντοποικιλτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που είναι υφασμένος και πάνω του έχει ποικίλματα
- Τα τμήματα του υφάσματος προέρχονται πιθανόν από την ταινιωτή διακόσμηση -ίσως επίρραπτη- του ενδύματος της νεκρής, που ήταν υφασμένο με την υφαντοποικιλτική μέθοδο. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) η υφαντοποικιλτική: η σχετική τέχνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφαντοποικιλτικός
|