υφαντοποικιλτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφαντοποικιλτικός η υφαντοποικιλτική το υφαντοποικιλτικό
      γενική του υφαντοποικιλτικού της υφαντοποικιλτικής του υφαντοποικιλτικού
    αιτιατική τον υφαντοποικιλτικό την υφαντοποικιλτική το υφαντοποικιλτικό
     κλητική υφαντοποικιλτικέ υφαντοποικιλτική υφαντοποικιλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφαντοποικιλτικοί οι υφαντοποικιλτικές τα υφαντοποικιλτικά
      γενική των υφαντοποικιλτικών των υφαντοποικιλτικών των υφαντοποικιλτικών
    αιτιατική τους υφαντοποικιλτικούς τις υφαντοποικιλτικές τα υφαντοποικιλτικά
     κλητική υφαντοποικιλτικοί υφαντοποικιλτικές υφαντοποικιλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφαντοποικιλτικός < υφαντός + -ο- + ποικίλλω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

υφαντοποικιλτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που είναι υφασμένος και πάνω του έχει ποικίλματα
    Τα τμήματα του υφάσματος προέρχονται πιθανόν από την ταινιωτή διακόσμηση -ίσως επίρραπτη- του ενδύματος της νεκρής, που ήταν υφασμένο με την υφαντοποικιλτική μέθοδο. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) η υφαντοποικιλτική: η σχετική τέχνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]