υφαντουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφαντουργείο < υφαντουργός + -είο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφαντουργείο ουδέτερο
- το υφαντήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφαντουργείο
|