υφασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υφαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
υφασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υφαινωντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφασμένος
|