Μετάβαση στο περιεχόμενο

υφασματοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὑφασματοπωλεῖον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφασματοπωλείο τα υφασματοπωλεία
      γενική του υφασματοπωλείου των υφασματοπωλείων
    αιτιατική το υφασματοπωλείο τα υφασματοπωλεία
     κλητική υφασματοπωλείο υφασματοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υφασματοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑφασματοπωλεῖον· (ύφασμα) υφάσματ- + -ο- + -πωλείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υφασματοπωλείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]