υφασματοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφασματοσκόπιο τα υφασματοσκόπια
      γενική του υφασματοσκόπιου
υφασματοσκοπίου
των υφασματοσκόπιων
υφασματοσκοπίων
    αιτιατική το υφασματοσκόπιο τα υφασματοσκόπια
     κλητική υφασματοσκόπιο υφασματοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφασματοσκόπιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υφασματοσκόπιο ουδέτερο

  1. παραβάν παλαιάς φωτογραφικής μηχανής ή σε σκοτεινότερο μέρος δωματίου χημικής εμφάνισης φιλμ
  2. βιομηχανικό (πλέον αυτοματοποιημένο) μικροσκόπιο ελέγχου ποιότητας υφασμάτων
  3. ... ?

Μεταφράσεις[επεξεργασία]