υφασματοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υφασματοσκόπιο | τα | υφασματοσκόπια |
γενική | του | υφασματοσκόπιου & υφασματοσκοπίου |
των | υφασματοσκόπιων & υφασματοσκοπίων |
αιτιατική | το | υφασματοσκόπιο | τα | υφασματοσκόπια |
κλητική | υφασματοσκόπιο | υφασματοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφασματοσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφασματοσκόπιο ουδέτερο
- παραβάν παλαιάς φωτογραφικής μηχανής ή σε σκοτεινότερο μέρος δωματίου χημικής εμφάνισης φιλμ
- βιομηχανικό (πλέον αυτοματοποιημένο) μικροσκόπιο ελέγχου ποιότητας υφασμάτων
- ... ?
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφασματοσκόπιο
|