υφηγητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφηγητικός η υφηγητική το υφηγητικό
      γενική του υφηγητικού της υφηγητικής του υφηγητικού
    αιτιατική τον υφηγητικό την υφηγητική το υφηγητικό
     κλητική υφηγητικέ υφηγητική υφηγητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφηγητικοί οι υφηγητικές τα υφηγητικά
      γενική των υφηγητικών των υφηγητικών των υφηγητικών
    αιτιατική τους υφηγητικούς τις υφηγητικές τα υφηγητικά
     κλητική υφηγητικοί υφηγητικές υφηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφηγητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υφηγητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]