υφομοταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφομοταξία < Μορφολογικά, υφ- + ομοταξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφομοταξία θηλυκό
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη της ομοταξίας