υχιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υχιά οι υχιές
      γενική της υχιάς των υχιών
    αιτιατική την υχιά τις υχιές
     κλητική υχιά υχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υχιά < νυχιά με σίγηση ... < νύχι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐χιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υχιά θηλυκό, μόνο στον ενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ο ορισμός και σε ποια ιδιώματα

  • (ιδιωματικό, Νάξος}} τοπικό ναξιώτικο μέτρο για πολύ μικρή ποσότητα, που αριθμείται πάντα μία ("μιά υχιά")
    1. ως μονάδα μήκους είναι ίση με το πλάτος του νυχιού του δακτύλου, περίπου όσο ο αγγλικός δάκτυλος
    2. ως μονάδα όγκου ίση με την ποσότητα που χωράει στο νύχι, απροσδιόριστα, ίση με σταγόνα
      - να σου βάλω λίγη ρακί, θα πιεις; -βάλε μιά υχιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]