υχιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υχιά | οι | υχιές |
γενική | της | υχιάς | των | υχιών |
αιτιατική | την | υχιά | τις | υχιές |
κλητική | υχιά | υχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υχιά < νυχιά με σίγηση ... < νύχι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐χιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υχιά θηλυκό, μόνο στον ενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ο ορισμός και σε ποια ιδιώματα
- (ιδιωματικό, Νάξος}} τοπικό ναξιώτικο μέτρο για πολύ μικρή ποσότητα, που αριθμείται πάντα μία ("μιά υχιά")
- ως μονάδα μήκους είναι ίση με το πλάτος του νυχιού του δακτύλου, περίπου όσο ο αγγλικός δάκτυλος
- ως μονάδα όγκου ίση με την ποσότητα που χωράει στο νύχι, απροσδιόριστα, ίση με σταγόνα
- ↪ - να σου βάλω λίγη ρακί, θα πιεις; -βάλε μιά υχιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υχιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)