υψηγορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψηγορικός η υψηγορική το υψηγορικό
      γενική του υψηγορικού της υψηγορικής του υψηγορικού
    αιτιατική τον υψηγορικό την υψηγορική το υψηγορικό
     κλητική υψηγορικέ υψηγορική υψηγορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψηγορικοί οι υψηγορικές τα υψηγορικά
      γενική των υψηγορικών των υψηγορικών των υψηγορικών
    αιτιατική τους υψηγορικούς τις υψηγορικές τα υψηγορικά
     κλητική υψηγορικοί υψηγορικές υψηγορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υψηγορικός < ὑψήγορος < ὕψι + ἀγορεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

υψηγορικός, -ή, -ό

  • αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ὑψηγόρου, ο αλαζονικός
    ※  Η γαλλική λέξη εδώ χρησιμοποιείται ως σπουδαιοφανής υψηγορικός όρος (Αθανασία Δανελάτου, Ο Ρωμηός του Γεώργιου Σουρή: Η δεκαπενταετία της κρίσης 1883-1897, Μεταπτυχιακή, Διπλωματική Διατριβή, Πάτρα 2018)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]