υψηγορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υψηγορικός, -ή, -ό
- αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ὑψηγόρου, ο αλαζονικός
- ※ Η γαλλική λέξη εδώ χρησιμοποιείται ως σπουδαιοφανής υψηγορικός όρος (Αθανασία Δανελάτου, Ο Ρωμηός του Γεώργιου Σουρή: Η δεκαπενταετία της κρίσης 1883-1897, Μεταπτυχιακή, Διπλωματική Διατριβή, Πάτρα 2018)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υψηγορικός
|