υψώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υψώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος υψώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

υψώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]