φάδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάδο < (ορθογραφικό δάνειο) πορτογαλική fado Συγκρίνετε με τον τύπο φάντο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάδο ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]