φάλαγξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φάλαγξ | φάλαγγε | φάλαγγες |
Γενική | φάλαγγος | φαλάγγοιν | φαλάγγων |
Δοτική | φάλαγγι | φαλάγγοιν | φάλαγξι(ν) |
Αιτιατική | φάλαγγα | φάλαγγε | φάλαγγας |
Κλητική | φάλαγξ | φάλαγγε | φάλαγγες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάλαγξ < → λείπει η ετυμολογίαΕίναι παράταξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάλαγξ θηλυκό
- φάλαγγα
- παράταξη μάχης
- σχηματισμός πεζικού
- το κύριο μέρος του στρατού
- στρατόπεδο
- κομμάτι ξύλου
- κορμός δέντρου
- το οριζόντιο τμήμα του ξυγού, από το οποίο κρέμονται οι πλάστιγγες
- (ανατομία) το οστό ανάμεσα στους αρμούς των δαχτύλων των χεριών
- πληθυντικός φάλαγγες: ξύλινοι κύλινδροι που μπαίνουν κάτω από ένα βαρύ αντικείμενο, προκειμένου να μετακινηθεί