φάλτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάλτσο | τα | φάλτσα |
γενική | του | φάλτσου | των | φάλτσων |
αιτιατική | το | φάλτσο | τα | φάλτσα |
κλητική | φάλτσο | φάλτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάλτσο ουδέτερο
- η παραγωγή λανθασμένου τόνου από τραγουδιστή ή μουσικό
- (μεταφορικά) λανθασμένη ενέργεια
- το χτύπημα μιας μπάλας σε σημείο άλλο από το κέντρο της, έτσι ώστε να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό της και να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη, π.χ. καμπύλη, τροχιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φάλτσο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)