φάουλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάουλ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) αντικανονική ενέργεια σε αντίπαλο παίκτη
- το λάκτισμα που δίνει ο διαιτητής στην αντίπαλη ομάδα για την αντικανονική ενέργεια ενός παίκτη