φάουλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάουλ < αγγλική foul

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάουλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) αντικανονική ενέργεια σε αντίπαλο παίκτη
  2. το λάκτισμα που δίνει ο διαιτητής στην αντίπαλη ομάδα για την αντικανονική ενέργεια ενός παίκτη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]