φάρδεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάρδεμα τα φαρδέματα
      γενική του φαρδέματος των φαρδεμάτων
    αιτιατική το φάρδεμα τα φαρδέματα
     κλητική φάρδεμα φαρδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάρδεμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάρδεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαρδαίνω, το να γίνεται κάτι πιο φαρδύ
    έχω παχύνει και το παντελόνι μου θέλει φάρδεμα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]