φάρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάρδος | τα | φάρδη |
γενική | του | φάρδους | των | φαρδών |
αιτιατική | το | φάρδος | τα | φάρδη |
κλητική | φάρδος | φάρδη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfaɾ.ðɔs/
- συλλαβισμός : φάρ‐δος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάρδος ουδέτερο
- (διαστάσεις) συνώνυμο του πλάτος, η πιο μικρή διάσταση μιας επιφάνειας (η άλλη είναι το μήκος)
- (αργκό) η μεγάλη τύχη
- Μα τι φάρδος ήταν αυτό σήμερα! Κέρδισε μια περιουσία.
- ≈ συνώνυμα: κωλοφαρδία
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «φάρδος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.