φάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάση | οι | φάσεις |
γενική | της | φάσης* | των | φάσεων |
αιτιατική | τη | φάση | τις | φάσεις |
κλητική | φάση | φάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάση < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική phase < νεολατινική phasis < αρχαία ελληνική φάσις < φαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάση θηλυκό
- μέγεθος που εκφράζει τη θέση ενός περιοδικού ταλαντωτή τη χρονική στιγμή t ως προς τη θέση ισορροπίας του ταλαντωτή.
- κατάσταση ενός υλικού, στερεή, υγρή ή αέρια
- αλλαγή φάσης: το πέρασμα από μια φάση σε μια άλλη
- συμβάν σε αθλητικό αγώνα συνηθέστερα ομαδικού αθλήματος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
- η ομάδα έκανε πολλές φάσεις αλλά τελικά έμεινε στο μηδέν
- φλερτάρισμα ή ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια
- είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ
- εμφατικό· μετά από λέξη
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η τιμή της φάσης για t=0 λέγεται αρχική φάση.
- Η φάση εκφράζεται είτε ως γωνία ( μετρούμενη σε μοίρες ή ακτίνια), είτε ως κλάσμα της περιόδου Τ του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)