φάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάση οι φάσεις
      γενική της φάσης* των φάσεων
    αιτιατική τη φάση τις φάσεις
     κλητική φάση φάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σχεδιάγραμμα των αλλαγών φάσης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φάση < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική phase < νεολατινική phasis < αρχαία ελληνική φάσις < φαίνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάση θηλυκό

  1. μέγεθος που εκφράζει τη θέση ενός περιοδικού ταλαντωτή τη χρονική στιγμή t ως προς τη θέση ισορροπίας του ταλαντωτή.
  2. κατάσταση ενός υλικού, στερεή, υγρή ή αέρια
    αλλαγή φάσης: το πέρασμα από μια φάση σε μια άλλη
  3. συμβάν σε αθλητικό αγώνα συνηθέστερα ομαδικού αθλήματος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
    η ομάδα έκανε πολλές φάσεις αλλά τελικά έμεινε στο μηδέν
  4. φλερτάρισμα ή ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια
    είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ
  5. εμφατικό· μετά από λέξη

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Η τιμή της φάσης για t=0 λέγεται αρχική φάση.
  2. Η φάση εκφράζεται είτε ως γωνία ( μετρούμενη σε μοίρες ή ακτίνια), είτε ως κλάσμα της περιόδου Τ του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]