φέβομαι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]φέβομαι < πιθανόν από την ίδια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα με το λιθουανικό běgti (τρέχω)
Ρήμα
[επεξεργασία]φέβομαι
- ποιητικός τύπος του ρήματος φοβέομαι-οῦμαι που σήμαινε ό,τι και εκείνο, δηλαδή το βάζω στα πόδια τρομαγμένος. Το συναντάμε μόνον σε τύπους του ενεστώτα φέβομαι και του παρατατικού φεβόμην
- ἔνθα καὶ ἔνθα φέβοντο (Ιλιάδα, Ο 345) (όπου φύγει-φύγει, έτρεχαν τρομαγμένοι από εδώ κι από εκεί)