φένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φένω 
Παρατατικός  - 
Μέλλοντας  - 
Αόριστος  ἔπεφνον, πέφνον 
Παρακείμενος  πέφαται (παθ. πρκ.) 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

*φένω < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως κοινής με τα θείνω, φόνος, φατός και με το λατινικό fendo. Bρίσκεται μόνον ως συνθετικό και απλό, εικάζεται ότι σήμαινε «χτυπώ με δύναμη»

Ρήμα[επεξεργασία]

*φένω

Συγγενικά[επεξεργασία]

επίσης δείτε τα λατινικά

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. αν δεχτούμε ότι προέρχεται ετυμολογικά από το γ' ενικό πέφαται (έχει σκοτωθεί, πέθανε) του παρακειμένου του *φένω

Πηγές[επεξεργασία]