φένω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]![]() |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | φένω | |
Παρατατικός | - | |
Μέλλοντας | - | |
Αόριστος | ἔπεφνον, πέφνον | |
Παρακείμενος | πέφαται (παθ. πρκ.) | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]*φένω
Συγγενικά
[επεξεργασία]επίσης δείτε τα λατινικά
Σημειώσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- φένω† - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.