φέρασπις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| φερᾰσπῐδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φέρασπῐς | τὸ | φέρασπῐ | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φεράσπῐδος | τοῦ | φεράσπῐδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φεράσπῐδῐ | τῷ | φεράσπῐδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φέρασπιν | τὸ | φέρασπῐ | ||
| κλητική ὦ! | φέρασπῐς ή φέρασπῐ* |
φέρασπῐ | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φεράσπῐδες | τὰ | φεράσπῐδᾰ | ||
| γενική | τῶν | φερασπῐ́δων | τῶν | φερασπῐ́δων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φέρασπῐσῐ(ν) | τοῖς | φέρασπῐσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φεράσπῐδᾰς | τὰ | φεράσπῐδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φεράσπῐδες | φεράσπιδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φεράσπῐδε | τὼ | φεράσπῐδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φερασπῐ́δοιν | τοῖν | φερασπῐ́δοιν | ||
| * Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pʰé.ɾa.spis/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέ‐ρα‐σπις
Επίθετο
[επεξεργασία]φέρασπις, -ῐδος
- ασπιδοφόρος· αυτός που φέρει ασπίδα, ασπιδόσκεπος, σιδεροφορεμένος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 694 (693-694)
- πολύανδροί | τε φεράσπιδες κυναγοὶ
- Και κυνηγοί αναρίθμητοι σιδεροφορεμένοι
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 240
- οὐδαμῶς· ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί.
- Όχι· μα όπλα χερομάχα κι ασπιδόσκεπες στολές.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οὐδαμῶς· ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί.
- ※ 5ος/6ος κε ⌘ Χριστόδωρος, Ἔκφρασις Ἀγαλμάτων
- Ξεινοφόων δ´ ἤστραπτε, φεράσπιδος ἀστὸς Ἀθήνης
- → λείπει η μετάφραση
- Ξεινοφόων δ´ ἤστραπτε, φεράσπιδος ἀστὸς Ἀθήνης
- ≈ συνώνυμα: ἀσπιδηφόρος, φερεσσακής
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- φέρασπις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φέρασπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση 'εὔελπις' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εὔελπις' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φέρ- (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)