φέριγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φέριγκ < αγγλική fairing < fair

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φέριγκ ουδέτερο άκλιτο