φέρνω στα νερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
φέρνω στα νερά
- προσεταιρίζομαι κάποιον, κάνοντάς τον να συμφωνεί μαζί μου
- στην αρχή δεν ήθελε να αγοράσει το σπίτι, αλλά σιγά σιγά τον έφερα στα νερά μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φέρνω στα νερά
|