Μετάβαση στο περιεχόμενο

φέρομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρω < αρχαία ελληνική φέρομαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φέρομαι, μτχ.π.ε.: φερόμενος, π.αόρ.: φέρθηκα, μτχ.π.π.: φερμένος, (ενεργ.: φέρω)

  1. παθητικές σημασίες του φέρω
  2. συμπεριφέρομαι (και φέρνομαι)
     να φέρεσαι με σεβασμό στους ηλικιωμένους
  3. θεωρούμαι
      τρία άτομα φέρονται ως αγνοούμενοι μετά το τραγικό ατύχημα
      ο φερόμενος ως δράστης αρνείται όλες τις κατηγορίες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη φέρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φέρομαι