φέρσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φέρσιμο < μεσαιωνική ελληνική φέρσιμο < αρχαία ελληνική φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φέρσιμο ουδέτερο
- συμπεριφορά κάπως (λαϊκότροπο) ειδικά στον πληθυντικό