φέσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέσι τα φέσια
      γενική του φεσιού των φεσιών
    αιτιατική το φέσι τα φέσια
     κλητική φέσι φέσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φέσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fes + < περσική فينه

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέ‐σι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ένα φέσι

φέσι ουδέτερο

  1. είδος κόκκινου πίλου, άλλοτε επίσημου στην οθωμανική αυτοκρατορία, την Αίγυπτο, τη Τυνησία και το Μαρόκο (λευκό)
  2. είδος κόκκινου σκούφου με φούντα που έφεραν παλαιότερα άνδρες και γυναίκες και που συνεχίζουν να φέρουν οι τσολιάδες.
  3. μεγάλο χρέος που αφήνει κάποιος ανεξόφλητο
  4. (οικείο) μεθυσμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]