φίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψίδι, Κατηγορία:Φίδια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίδι τα φίδια
      γενική του φιδιού των φιδιών
    αιτιατική το φίδι τα φίδια
     κλητική φίδι φίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φίδιν < ελληνιστική κοινή ὀφίδιον < ὀφιίδιον < υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φί‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φίδι ουδέτερο

  1. (ερπετό) στενόμακρο ερπετό χωρίς πόδια, ωοτόκο (σπανιότερα ωοζωοτόκο)
    → δείτε  Κατηγορία:Φίδια (νέα ελληνικά)
  2. (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • όσο δέρμα και αν πετάξει, φίδι είναι δε θα αλλάξει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]