φίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίνα < από τον πληθ. του ουδετέρου του επιθέτου φίνος

Επίρρημα[επεξεργασία]

φίνα

  1. τέλεια, πολύ καλά, θαυμάσια
    Περάσαμε φίνα
  2. με ραφινάτο τρόπο, λεπτό, διακριτικό
    Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι/στα μακελειά τους, χρόνια, οι μπαζαδόροι./Κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα,/στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα. (βάρναλης, "Η ώρα φτάνει")

Μεταφράσεις[επεξεργασία]