φίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φίνα < από τον πληθ. του ουδετέρου του επιθέτου φίνος
Επίρρημα[επεξεργασία]
φίνα
- τέλεια, πολύ καλά, θαυμάσια
- Περάσαμε φίνα
- με ραφινάτο τρόπο, λεπτό, διακριτικό
- Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι/στα μακελειά τους, χρόνια, οι μπαζαδόροι./Κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα,/στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα. (βάρναλης, "Η ώρα φτάνει")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φίνα
|