φίσκα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φίσκα < αρχαία ελληνική φύσκη (δωρικός τύπος φύσκα)
Επίρρημα
[επεξεργασία]φίσκα
- που είναι υπερβολικά γεμάτος, με υψηλή πληρότητα, χωρίς άλλο διαθέσιμο χώρο
- πήγα στο κλαμπ την Παρασκευή και ήταν φίσκα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- φίσκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας