φαγεσωρογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγεσωρογόνος η φαγεσωρογόνος
φαγεσωρογόνα
το φαγεσωρογόνο
      γενική του φαγεσωρογόνου της φαγεσωρογόνου
φαγεσωρογόνας
του φαγεσωρογόνου
    αιτιατική τον φαγεσωρογόνο τη φαγεσωρογόνο
φαγεσωρογόνα
το φαγεσωρογόνο
     κλητική φαγεσωρογόνε φαγεσωρογόνε
φαγεσωρογόνα
φαγεσωρογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγεσωρογόνοι οι φαγεσωρογόνοι
φαγεσωρογόνες
τα φαγεσωρογόνα
      γενική των φαγεσωρογόνων των φαγεσωρογόνων των φαγεσωρογόνων
    αιτιατική τους φαγεσωρογόνους τις φαγεσωρογόνους
φαγεσωρογόνες
τα φαγεσωρογόνα
     κλητική φαγεσωρογόνοι φαγεσωρογόνοι
φαγεσωρογόνες
φαγεσωρογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαγεσωρογόνος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.ʝe.so.ɾoˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γε‐σω‐ρο‐γό‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

φαγεσωρογόνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]