φαγιάντσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγιάντσα | οι | φαγιάντσες |
γενική | της | φαγιάντσας | — | |
αιτιατική | τη | φαγιάντσα | τις | φαγιάντσες |
κλητική | φαγιάντσα | φαγιάντσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαγιάντσα < (λόγιο δάνειο) γαλλική faïence[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈʝan.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γιάν‐τσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαγιάντσα θηλυκό και φαγιάνς
- είδος πηλού, εξαιρετικής ποιότητας, συνήθως λευκός
- αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτόν τον πηλό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ φαγιάντσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)