φαγιουμική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαγιουμική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φαγιουμικός < Φαγιούμ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαγιουμική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]