φαγοκυττάρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγοκυττάρωση | οι | φαγοκυτταρώσεις |
γενική | της | φαγοκυττάρωσης | των | φαγοκυτταρώσεων |
αιτιατική | τη | φαγοκυττάρωση | τις | φαγοκυτταρώσεις |
κλητική | φαγοκυττάρωση | φαγοκυτταρώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαγοκυττάρωση < φαγοκύτταρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαγοκυττάρωση θηλυκό
- (βιολογία) η διαδικασία κατά την οποία τα φαγοκύτταρα επιτίθενται και καταστρέφουν τους μικροοργανισμούς που εισβάλλουν σε έναν οργανισμό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαγοκυττάρωση