φαγοκύτταρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαγοκύτταρο | τα | φαγοκύτταρα |
γενική | του | φαγοκύτταρου & φαγοκυττάρου |
των | φαγοκύτταρων & φαγοκυττάρων |
αιτιατική | το | φαγοκύτταρο | τα | φαγοκύτταρα |
κλητική | φαγοκύτταρο | φαγοκύτταρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.ɣoˈci.ta.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γο‐κύτ‐τα‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαγοκύτταρο ουδέτερο
- το λευκοκύτταρο που έχει ως βασική λειτουργία να αφομοιώνει μικρόβια και να τα καταστρέφει τρόπον τινά τρώγοντάς τα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)