φαγωθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φαγωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι
- θα φαγωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώγομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φαγωθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι
- θα φαγωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαγώνομαι