φαγωμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγωμάρα | οι | φαγωμάρες |
γενική | της | φαγωμάρας | — | |
αιτιατική | τη | φαγωμάρα | τις | φαγωμάρες |
κλητική | φαγωμάρα | φαγωμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαγωμάρα < φαγωμός + παραγωγικό επίθημα -άρα < ρηματικό θέμα φαγ (ἔφαγον)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαγωμάρα θηλυκό
- η συνεχής ή συχνή αντιπαλότητα και αντιπαράθεση μεταξύ ατόμων που συνδέονται με φιλική, επαγγελματική ή συγγενική σχέση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαγωμάρα