φαινομενικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]φαινομενικά < (καθαρεύουσα) φαινομενικῶς < μεταγενέστερη ή (ελληνιστική κοινή) φαινομένως
Επίρρημα
[επεξεργασία]φαινομενικά
- κατά τα φαινόμενα, έτσι όπως φαίνεται, κρίνοντας από τα φαινόμενα, επιφανειακά, επιδερμικά, ίσως αναληθώς, μπορεί εσφαλμένα (για κάτι που αμφισβητείται έμμεσα η πιστότητά του)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαινομενικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φαινομενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαινομενικό