φαινομενικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φαινομενικά < (καθαρεύουσα) φαινομενικῶς < μεταγενέστερη ή (ελληνιστική κοινή) φαινομένως
Επίρρημα[επεξεργασία]
φαινομενικά
- κατά τα φαινόμενα, έτσι όπως φαίνεται, κρίνοντας από τα φαινόμενα, επιφανειακά, επιδερμικά, ίσως αναληθώς, μπορεί εσφαλμένα (για κάτι που αμφισβητείται έμμεσα η πιστότητά του)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαινομενικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φαινομενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαινομενικό