φαινομενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαινομενικότητα < φαινομενικός < φαίνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαινομενικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του φαινομενικού, του απατηλού, όταν κάτι μοιάζει να είναι πραγματικό ενώ δεν είναι, φαίνεται αληθινό
- η ουσία του φιλοσοφικού ρεύματος της φαινομενοκρατίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαινομενικότητα