φαινομενολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινομενολογία οι φαινομενολογίες
      γενική της φαινομενολογίας των φαινομενολογιών
    αιτιατική τη φαινομενολογία τις φαινομενολογίες
     κλητική φαινομενολογία φαινομενολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαινομενολογία < φαινόμενο + λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαινομενολογία θηλυκό

  1. η μελέτη της αιτιολογίας των φαινομένων που επικεντρώνεται στις υποκειμενικές ερμηνείες για τον κόσμο παρά στην εξέταση κάποιας εξωτερικής αντικειμενικής πραγματικότητας
  2. φιλοσοφικό ρεύμα του 20ου αιώνα, συνέχεια της φαινομενοκρατίας, στο οποίο στηρίχτηκε και ο υπαρξισμός,

Μεταφράσεις[επεξεργασία]