φαιοχρωμοκύττωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαιοχρωμοκύττωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Phäochromozytom < αρχαία ελληνική φαιός + χρῶμα + κύτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαιοχρωμοκύττωμα ουδέτερο
- (ανατομία, ιατρική) ενδοκρινικός όγκος του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εντοπίζεται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαιοχρωμοκύττωμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)