φακελωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φακελωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φακελώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
φακελωμένος, -η, -ο
- που έχει φακελωθεί
- (κυριολεκτικά) που έχει μπει σε φάκελο
- (μεταφορικά) (πολιτική) (παρωχημένο) που έχει «φάκελο», δηλαδή υπάρχει αρχείο στην αστυνομία / ασφάλεια ή άλλη υπηρεσία για τα πολιτικά του φρονήματα καθώς και άλλα στοιχεία για κάποιον
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φακελωμένος
|