φακελωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φακελωμένος η φακελωμένη το φακελωμένο
      γενική του φακελωμένου της φακελωμένης του φακελωμένου
    αιτιατική τον φακελωμένο τη φακελωμένη το φακελωμένο
     κλητική φακελωμένε φακελωμένη φακελωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φακελωμένοι οι φακελωμένες τα φακελωμένα
      γενική των φακελωμένων των φακελωμένων των φακελωμένων
    αιτιατική τους φακελωμένους τις φακελωμένες τα φακελωμένα
     κλητική φακελωμένοι φακελωμένες φακελωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φακελωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φακελώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

φακελωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]