φακελώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φακελώνω, πρτ.: φακέλωνα, στ.μέλλ.: θα φακελώσω, αόρ.: φακέλωσα, παθ.φωνή: φακελώνομαι, μτχ.π.π.: φακελωμένος
- βάζω ένα έγγραφο, π.χ επιστολή, μέσα σε φάκελο
- δημιουργώ ένα φάκελο αρχείου, με έγγραφα ή ηλεκτρονικό, για ένα συγκεκριμένο άτομο και καταχωρίζω εκεί όλες τις πληροφορίες που έχουν σχέση με το άτομό του· η λέξη χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για τη δραστηριότητα δημόσιων αρχών που παρακολουθούν άτομα λόγω των φρονημάτων τους
- Eιδικά μέσω των στοιχείων που ζητούνται για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας ή δανείου οι τράπεζες φακελώνουν το πού μένουμε και το πού δουλεύουμε, τι αποδοχές έχουμε, εάν διαθέτουμε αυτοκίνητο, μηχανή ή σκάφος και εάν είχαμε υψηλά ιατρικά έξοδα. (εφημερίδα Καθημερινή, 27-07-2003)
- η αστυνομία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα φακέλωνε συστηματικά όλους τους πολίτες με αριστερά πολιτικά φρονήματα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η χρήση της λέξης έχει συχνά αρνητική σημασία, καθώς υπονοεί ότι η τήρηση ενός τέτοιου αρχείου είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην αρχή του απαραβίαστου της προσωπικής ζωής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φακελώνω | φακέλωνα | θα φακελώνω | να φακελώνω | φακελώνοντας | |
β' ενικ. | φακελώνεις | φακέλωνες | θα φακελώνεις | να φακελώνεις | φακέλωνε | |
γ' ενικ. | φακελώνει | φακέλωνε | θα φακελώνει | να φακελώνει | ||
α' πληθ. | φακελώνουμε | φακελώναμε | θα φακελώνουμε | να φακελώνουμε | ||
β' πληθ. | φακελώνετε | φακελώνατε | θα φακελώνετε | να φακελώνετε | φακελώνετε | |
γ' πληθ. | φακελώνουν(ε) | φακέλωναν φακελώναν(ε) |
θα φακελώνουν(ε) | να φακελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φακέλωσα | θα φακελώσω | να φακελώσω | φακελώσει | ||
β' ενικ. | φακέλωσες | θα φακελώσεις | να φακελώσεις | φακέλωσε | ||
γ' ενικ. | φακέλωσε | θα φακελώσει | να φακελώσει | |||
α' πληθ. | φακελώσαμε | θα φακελώσουμε | να φακελώσουμε | |||
β' πληθ. | φακελώσατε | θα φακελώσετε | να φακελώσετε | φακελώστε | ||
γ' πληθ. | φακέλωσαν φακελώσαν(ε) |
θα φακελώσουν(ε) | να φακελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φακελώσει | είχα φακελώσει | θα έχω φακελώσει | να έχω φακελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φακελώσει | είχες φακελώσει | θα έχεις φακελώσει | να έχεις φακελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φακελώσει | είχε φακελώσει | θα έχει φακελώσει | να έχει φακελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φακελώσει | είχαμε φακελώσει | θα έχουμε φακελώσει | να έχουμε φακελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φακελώσει | είχατε φακελώσει | θα έχετε φακελώσει | να έχετε φακελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φακελώσει | είχαν φακελώσει | θα έχουν φακελώσει | να έχουν φακελώσει |
|