φακιδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φακιδιάρης | η | φακιδιάρα | το | φακιδιάρικο |
γενική | του | φακιδιάρη | της | φακιδιάρας | του | φακιδιάρικου |
αιτιατική | τον | φακιδιάρη | τη | φακιδιάρα | το | φακιδιάρικο |
κλητική | φακιδιάρη | φακιδιάρα | φακιδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φακιδιάρηδες | οι | φακιδιάρες | τα | φακιδιάρικα |
γενική | των | φακιδιάρηδων | — | των | φακιδιάρικων | |
αιτιατική | τους | φακιδιάρηδες | τις | φακιδιάρες | τα | φακιδιάρικα |
κλητική | φακιδιάρηδες | φακιδιάρες | φακιδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φακιδιάρης < φακίδα
Επίθετο[επεξεργασία]
φακιδιάρης
- εκείνος που έχει πολλές φακίδες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φακιδιάρης
|