φακιόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φακιόλι | τα | φακιόλια |
γενική | του | φακιολιού | των | φακιολιών |
αιτιατική | το | φακιόλι | τα | φακιόλια |
κλητική | φακιόλι | φακιόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φακιόλι < μεσαιωνική ελληνική φακιόλιν < (ελληνιστική κοινή) φακιάλιον < λατινικά faciale (=κεφαλομάντιλο) < facies (=μορφή, όψη, πρόσωπο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φακιόλι ουδέτερο
- γυναικείος κεφαλόδεσμος, κεφαλομάντιλο
- μαντίλι που συνήθως δενόταν πάνω από το κούτελο, αφού είχε διπλωθεί ώστε να έχει τριγωνικό σχήμα με την άκρη του τριγώνου στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Άλλες φορές τυλιγόταν σαν μπάντα προτού δεθεί.