φακοσκλήρωση
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φακοσκλήρωση | οι | φακοσκληρώσεις |
γενική | της | φακοσκλήρωσης | των | φακοσκληρώσεων |
αιτιατική | τη | φακοσκλήρωση | τις | φακοσκληρώσεις |
κλητική | φακοσκλήρωση | φακοσκληρώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φακοσκλήρωση < (καθαρεύουσα) φακοσκλήρωσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φακοσκλήρωση θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο σκλήρυνση του φακού του ματιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φακοσκλήρωση
|