φαλάγγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαλάγγι < αρχαία ελληνική φαλάγγιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαλάγγι ουδέτερο

  1. αραχνίδιο της τάξης Opiliones (Φαλάγγια) με πολύ λεπτά πόδια, που συγχέεται συχνά με τις αράχνες. Λέγεται και ρωγαλίδα
  2. το κατρακύλι, είδος κυλινδρικής δοκού που χρησιμοποιείται για μετακίνηση βαριών αντικειμένων
  3. δοκοί αλειμμένες με λίπος, σε μικρά παραδοσιακά ναυπηγεία, για να γλιστρά εύκολα το πλοιάριο κατά την καθέλκυση ή να αναβιβάζεται σχετικά εύκολα κατά την ανέλκυση
    μας πήρανε φαλάγγι (για την κατά κράτος ήττα, την κατρακύλα, από το ναυπηγικό όρο, επειδή μόλις το σκάφος το πάρει το φαλάγγι γλιστράει εξαιρετικά γρήγορα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]