φαλάγγιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φαλάγγιον | φαλαγγίω | φαλάγγια |
Γενική | φαλαγγίου | φαλαγγίοιν | φαλαγγίων |
Δοτική | φαλαγγίῳ | φαλαγγίοιν | φαλαγγίοις |
Αιτιατική | φαλάγγιον | φαλαγγίω | φαλάγγια |
Κλητική | φαλάγγιον | φαλαγγίω | φαλάγγια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλάγγιον < φάλαγξ + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλάγγιον ουδέτερο
- (εντομολογία) είδος δηλητηριώδους αράχνης (το σφαλάγγι)
- ο ιστός που υφαίνει η αράχνη (1)
- (βοτανική) είδος φυτού (Lloydia graeca) που θεωρούνταν ότι εξουδετερώνει το δηλητήριο της αράχνης (1)
- στρογγυλό κούτσουρο που μπαίνει κάτω από τα πλοία, για να διευκολύνει την μετακίνησή τους στην ξηρά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φαλάγγιον στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φαλάγγιον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.