φαλέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαλέτο | τα | φαλέτα |
γενική | του | φαλέτου | των | φαλέτων |
αιτιατική | το | φαλέτο | τα | φαλέτα |
κλητική | φαλέτο | φαλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλέτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈle.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐λέ‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλέτο ουδέτερο
- (πτηνό) είδος πτηνού παρόμοιο με τον σπίνο[1]
- ταξινομικός όρος: Linota cannabina
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαλέτο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά (Αθήνα: Εστία, 1931), σ. 426.