φαλαγγάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φαλαγγάρχης | οι | φαλαγγάρχες |
γενική | του του/της |
φαλαγγάρχη φαλαγγάρχου |
των | φαλαγγαρχών |
αιτιατική | τον/τη | φαλαγγάρχη | τους/τις | φαλαγγάρχες |
κλητική | φαλαγγάρχη (φαλαγγάρχα) |
φαλαγγάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλαγγάρχης αρσενικό
- ο επικεφαλής, αρχηγός της φάλαγγας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαλαγγάρχης
|