φαλαρόποδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαλαρόποδας | οι | φαλαρόποδες |
γενική | του | φαλαρόποδα | των | φαλαρόποδων |
αιτιατική | τον | φαλαρόποδα | τους | φαλαρόποδες |
κλητική | φαλαρόποδα | φαλαρόποδες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. Δείτε και την κλίση φαλαρόπους. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαλαρόπους | οι | φαλαρόποδες |
γενική | του | φαλαρόποδος | των | φαλαροπόδων |
αιτιατική | τον | φαλαρόποδα | τους | φαλαρόποδες |
κλητική | φαλαρόπους | φαλαρόποδες | ||
Δείτε και την κλίση φαλαρόποδας. | ||||
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλαρόποδας αρσενικό
- (πτηνό) μικρό αποδημητικό πουλί που ανήκει στο γένος Φαλαρόπους
- ※ Τον τίτλο του πιο «ηλίθιου πουλιού στον κόσμο» κερδίζει επάξια ο ερυθρόλαιμος φαλαρόποδας, ένα πουλί στην Βρετανία που, αντί να ξεχειμωνιάσει στην Αραβική Θάλασσα, αυτός ακολουθεί μια απίστευτα τεράστια διαδρομή... (* εφημερίδα Τα Νέα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Φαλαρόπους
- → δείτε τις λέξεις φάλαρα και πόδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βραδύπους' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)