φαλτσέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλτσέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική falcetta
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαλτσέτα θηλυκό